Βαλτιμόρη

Βαλτιμόρη
(Baltimore). Πόλη (651.154 κάτ. το 2000) του BA τμήματος των ΗΠΑ, στην πολιτεία Μέριλαντ. Χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Πατάπσκο στον κόλπο Τσέζαπικ (σε απόσταση 240 χλμ. από τον Ατλαντικό), είναι ένα από τα κυριότερα λιμενικά, εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα των Ηνωμένων Πολιτειών, με διεθνές αεροδρόμιο. Από την ίδρυσή της, στο πρώτο μισό του 18ου αι., η Β. όφειλε τη σπουδαιότητά της και τη γρήγορη ανάπτυξή της στην προνομιούχο θέση της στο κέντρο της ατλαντικής ακτής, στο σημείο συνάντησης των συγκοινωνιακών αρτηριών που ξεκινούν από τον βορρά, τον νότο και τα δυτικά, και κοντά στα ανθρακοφόρα λεκανοπέδια της Πενσιλβανίας και της Δυτικής Βιρτζίνια. Στα ναυπηγεία της πόλης καθελκύστηκε το 1797 το αρχαιότερο πλοίο των ΗΠΑ, το Constellation. Το λιμάνι της, βάθους πάνω από 10 μ. και με αποβάθρες που εκτείνονται σε μήκος 72 χλμ., είναι από τα σημαντικότερα των ΗΠΑ από άποψη κίνησης, με ετήσια διακίνηση εμπορευμάτων δεκάδων εκατομμυρίων τόνων, που κυρίως είναι προϊόντα της ενδοχώρας: δημητριακά, βαμβάκι, καπνός, χάλυβας, μηχανήματα, πετρελαιοειδή. Πολλές και ποικίλες είναι οι βιομηχανίες της, ανάμεσα στις οποίες εξέχουσα θέση καταλαμβάνουν η βιομηχανία μηχανολογικού εξοπλισμού, η αεροναυτική, η βιοτεχνολογία και η ναυπηγική. Η Β. είναι επίσης μεγάλο πολιτιστικό κέντρο, έδρα μεταξύ άλλων του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, ονομαστού για τις έρευνες στον ιατρικό τομέα. Πάντως, από τη δεκαετία του 1960 η πόλη πήρε φθίνουσα πορεία, πληθυσμιακά και εμπορικά, με αποκορύφωμα τη δεκαετία 1990-2000 όταν η πόλη παρουσίασε έναν από τους μεγαλύτερους αρνητικούς δημογραφικούς δείκτες στις ΗΠΑ, με μια μείωση του πληθυσμού της τάξης του 11,5% (85.000 σε φυσικούς αριθμούς). Άποψη του λιμανιού της Βαλτιμόρης (φωτ. Usis).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… …   Dictionary of Greek

  • Ρόουλαντ, Χένρι — (Rowland, Χόουνσντειλ, Πενσυλβανία 1848 – I Βαλτιμόρη 1901). Αμερικανός φυσικός. Με μια μελέτη του επί των μαγνητικών ιδιοτήτων του σίδηρου και του νίκελ (1873) κατέκτησε την υπόληψη και τη φιλία του Μάξουελ, που υπήρξαν αποφασιστικές για τον… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Άνφινσεν, Κρίστιαν Μπέρναρντ — (Christian Bernard Anfinsen, Μόνεσεν, Πενσιλβάνια, ΗΠΑ 1916 – Πάικσβιλ, Βαλτιμόρη 1995). Αμερικανός βιολόγος και χημικός, νορβηγικής καταγωγής. Από το 1950 άρχισε να διδάσκει και να κάνει έρευνα στο Μέριλαντ. Το 1972 μοιράστηκε, μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • Γκλας, Φίλιπ — (Philip Glass, Βαλτιμόρη 1937 –). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης. Από τους σημαντικότερους συνθέτες της σύγχρονης μουσικής, ο Γ. έχει καταφέρει με το πολυποίκιλο έργο του να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ σοβαρής μουσικής και ποπ, χάρη σε νέους τρόπους… …   Dictionary of Greek

  • Γκόσταρντ, Ρόμπερτ Χάτσινγκς — (Robert Huchings Gostard, Γούστερ, Μασαχουσέτη 1882 – Βαλτιμόρη, Μέριλαντ 1945).Αμερικανός φυσικός και μηχανικός. Θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες της τεχνικής των πυραύλων. Σπούδασε στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο του Γούστερ και πήρε το… …   Dictionary of Greek

  • Γουλφ, Τόμας Κλέιτον — (Thomas Clayton Wolfe, Άσβιλ, Βόρεια Καρολίνα 1900 – Βαλτιμόρη 1938). Αμερικανός συγγραφέας. «Ο κόσμος μου ανήκε στην εργατική τάξη», έγραψε ο Γ., που έζησε πράγματι τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στους ορεσίβιους της Βόρειας Καρολίνας και στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”